Το 2008 η Αλίντα Δημητρίου κερδίζει το βραβείο κοινού στο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης με τα Πουλιά στο βάλτο. Πρόκειται για μια καταγραφή μαρτυριών 33 γυναικών, που συμμετείχαν στην Εθνική Αντίσταση κατά της κατοχής των δυνάμεων του Άξονα και των συνεργατών τους. Την επόμενη χρονιά, το 2009, παρουσιάζεται η Ζωή στους βράχους, όπου οι γυναίκες –οι περισσότερες από αυτές του πρώτου ντοκιμαντέρ και κάποιες καινούριες- μιλούν στο φακό της Δημητρίου για τη συμμετοχή τους στο Δημοκρατικό Στρατό και τους διωγμούς που υπέστησαν ως συνέπεια των πολιτικών επιλογών τους: φυλακή, εξορία, πολιτική προσφυγιά. Οι αφηγήσεις οργανώνονται –χωρίς να δηλώνεται αυτό- σε θεματικές ενότητες, καθώς το μοντάζ αναλύει και συνθέτει το λόγο και τις μνήμες, των οποίων το πλήθος και η χειμαρρώδης ένταση δε θα επέτρεπε, διαφορετικά, την προσέγγιση.
Οι ταινίες αυτές διαφοροποιούνται από άλλα ιστορικά ή πολιτικά ντοκιμαντέρ για αρκετούς λόγους. Καταρχήν, η σκηνοθέτιδα δεν αποσκοπεί στην «ιστορική περιγραφή αλλά στην, μέσα από μνήμες, βιώματα ή και ψυχολογικά τραύματα, αποκάλυψη μιας στάσης ζωής των γυναικών, σε πράξεις που θεωρούμε ότι αναφέρονται μόνο στους άντρες»[1], όπως σημειώνει η ίδια. Η αποκλειστική παρουσία γυναικών στην οθόνη κι η πλειοψηφία τους στο κινηματογραφικό συνεργείο, επιβεβαιώνουν κι ενισχύουν την πρόθεσή της. Το άλλο ξεχωριστό χαρακτηριστικό των ταινιών είναι η ταυτότητα των γυναικών: πρόκειται για γυναίκες της «διπλανής πόρτας», πλην ελαχίστων, άγνωστες στον πολύ κόσμο: «Όλες εκείνες που περπατάνε πλάι μας στις πλατείες, στην αγορά, στα μανάβικα και δεν έχουμε ιδέα για ό,τι έκαναν – και αυτό, γιατί ποτέ δεν ζήτησαν τίποτα»[2]. Οι πρωταγωνίστριες της Δημητρίου είναι με διπλό τρόπο -ως φυλετικές κι ως πολιτικές οντότητες- εκπρόσωποι της κοινωνικής ομάδας των «χωρίς φωνή», των «από κάτω», των αδύναμων. Επιπλέον, η ίδια η σκηνοθέτιδα συντάσσεται στην πλευρά αυτή, τόσο με τις κινηματογραφικές της επιλογές όσο και με τις δηλώσεις της: «Τι δουλειά έχω εγώ με επώνυμους; Εγώ ήμουν πάντα με τους ξυπόλητους[3]».
Παρακολουθώντας τις ταινίες και διαβάζοντας τις συνεντεύξεις της δημιουργού, διαπιστώνει κανείς και ένα ακόμη χαρακτηριστικό τους: παρά το γεγονός ότι οι πρωταγωνίστριες δεν έχουν εξαργυρώσει με κανένα αντάλλαγμα τη συμμετοχή τους, ούτε έχουν την άποψη ότι δικαιώθηκαν οι θυσίες τους και πραγματοποιήθηκαν τα όνειρά τους, δεν εκπέμπουν κανενός είδους ηττοπάθεια. Δεν εμφανίζονται ως χαμένες της ιστορίας αλλά ως νικήτριες και κερδισμένες. Αν τους δινόταν η ευκαιρία το ίδιο θα ξανάκαναν. Αφηγούνται συνταρακτικά γεγονότα της ζωής τους χωρίς να οικτείρονται για τη μοίρα ούτε να επαίρονται για την αντοχή τους αλλά με τη βεβαιότητα πως οι επιλογές τους ήταν επιβεβλημένες από τις αξίες τους. Όχι μόνο δε μετανοούν, θεωρώντας τον αγώνα μάταιο κι από την αρχή ξεγραμμένο, όπως πολλοί ιδεολογικοί συνοδοιπόροι τους, αλλά ονομάζοντάς τον «αγώνα αξιοπρέπειας» συνεχίζουν να τον υποστηρίζουν είτε διανοητικά και συναισθηματικά είτε και με τη φυσική τους παρουσία σε σύγχρονες πολιτικές εκδηλώσεις. Όπως ο Κεμάλ του Φ. Λαμπρινού, αποτελούν τη γενιά που αποχωρεί λόγω ηλικίας κι όχι λόγω ηθικής ή πολιτικής κόπωσης, κληροδοτώντας τη ζωή τους ως ιδεολογική παρακαταθήκη στους νεότερους. «Έπρεπε να αντέξουμε κι αντέξαμε, επειδή είχαμε δίκιο» λέει χαρακτηριστικά μια από τις γυναίκες της ταινίας.
Οι παραπάνω λόγοι εξηγούν ίσως και την απουσία εσωκομματικών αντιπαραθέσεων και κριτικής προς την ηγεσία του κομμουνιστικού κινήματος, θέματα που συναντώνται σε άλλα ντοκιμαντέρ (Άρης Βελουχιώτης, του Λαμπρινού ή Άλλος δρόμος δεν υπήρχε του Ψυλλάκη) και σε μυθοπλασίες (Άνθρωπος με το γαρίφαλο, του Τζήμα, Ούλοι εμείς εφέντη, του Βαρδαρού) χωρίς να σημαίνει πως αυτές δεν υπήρξαν. Προφανώς η σκηνοθετική άποψη τις υποβαθμίζει και τις περιθωριοποιεί, επιλέγοντας να προβάλει τα θετικά και αισιόδοξα παρά τα ηττοπαθή και μεμψίμοιρα στοιχεία.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σκιαγράφηση –μέσα πάντα από τις προσωπικές μαρτυρίες- του ιστορικού και κοινωνικού πλαισίου του Εμφυλίου. Σύμφωνα, μάλιστα, με τις ταινίες, ο όρος «Εμφύλιος» είναι ατυχής. Ο αντίπαλος ήταν ο στρατός κατοχής και οι ντόπιοι συνεργάτες του που, ως δοσίλογοι, απώλεσαν την εθνική τους ταυτότητα κι ανέλαβαν να διεκπεραιώσουν το έργο εξαφάνισης της Αντίστασης[4]. «Δεν υπήρξε πόλεμος αδελφοκτόνος» δηλώνει η Δημητρίου αλλά «προσπάθεια εξόντωσης» όσων αντιστάθηκαν από τους παρακρατικούς και τους συνεργάτες των κατακτητών που κυριάρχησαν στην εξουσία[5]. Επίσης, μέσω των αφηγήσεων απαντώνται ερωτήματα σχετικά με τα κίνητρα των ανταρτών, τις αιτίες που τους οδήγησαν στο Δημοκρατικό Στρατό αλλά και εξηγείται η διάρκεια του αγώνα τους που, με στρατιωτικούς όρους, ήταν μια προδιαγεγραμμένη ήττα, δεδομένων των ανισοτήτων τόσο στο πλήθος των στρατιωτών της κάθε πλευράς όσο και στα μέσα που η καθεμιά είχε στη διάθεσή της.
Τα Πουλιά στο βάλτο κι η Ζωή στους βράχους ερμηνεύουν τον Εμφύλιο ως μονόδρομο: οι αντάρτες του ΕΛΑΣ αναγκάστηκαν να βγουν στο βουνό για δεύτερη φορά, καθώς η τρομοκρατία των παρακρατικών και των δοσίλογων τους έδιωχνε από τα σπίτια τους, απειλώντας ταυτόχρονα τη σωματική και ψυχική ακεραιότητα αυτών και των οικογενειών τους. Η φυλακή κι η εξορία ήταν η τιμωρία για όποιον έπεφτε στα χέρια του κράτους, ενώ οι σωματικές και ψυχικές βλάβες ή ο θάνατος καραδοκούσαν κάθε στιγμή. Το αντάλλαγμα για να διασωθούν, η δήλωση μετανοίας, η προδοσία ιδεών κι ανθρώπων, σήμαινε την προσωπική ατίμωση και η πλειοψηφία των γυναικών την αντιπαρήλθε. Παρόλα αυτά δεν κατηγορούνται όσοι κι όσες υπέκυψαν, δεν σχολιάζεται αρνητικά αυτή η στάση, αλλά επιλέγεται να προβληθεί η αντίσταση μέχρι τέλους.
Οι ταινίες αυτές πέραν της βράβευσης[6] και των επίσημων προβολών τους, έτυχαν μεγάλης αναγνώρισης από τον ευρύτερο «προοδευτικό» ιδεολογικά χώρο. Διοργανώθηκαν προβολές τους από δεκάδες συλλογικότητες ανά την Ελλάδα ενώ επίσης προβλήθηκαν σε σχολεία, πολιτιστικά κέντρα κλπ. Αν και αναφέρονται σε γεγονότα απομακρυσμένα χρονικά, η βαρύτητα που αυτά έχουν για τη διαμόρφωση του σημερινού προφίλ της χώρας φαίνεται πως προσελκύει νεανικό κοινό, πράγμα που φαίνεται από τις προβολές σε στέκια νεολαίας και φοιτητικές εκδηλώσεις. Η συγκυρία στην οποία εμφανίστηκαν οι ταινίες αυτές (π.χ. Δεκέμβρης 2008, ταραχές μετά τη δολοφονία του Αλ. Γρηγορόπουλου) και το πνεύμα επαναστατικής καθαρότητας που τις διακρίνει συνέδραμαν σε αυτήν την κατεύθυνση.
Η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, συμπαρασύρει υπό το καθεστώς της παγκοσμιοποίησης και στα απόνερα της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού δικαιώματα κι ελευθερίες. Πόλεμοι γοήτρου, τυφλή τρομοκρατία, αποσάθρωση ιδεολογιών, φτώχεια και προσφυγιά, οικονομική κρίση που πλήττει πια και τις αναπτυγμένες χώρες. Η Δημητρίου μοιάζει να απαντά σε καίρια ερωτήματα. Ποιος είναι ο ρόλος της αριστεράς; Ποια είναι η θέση του απλού μέσου ανθρώπου εδώ και τώρα; Αυτό που μεταφέρουν οι ταινίες ως μήνυμα είναι «Η ελπίδα στον άνθρωπο»[7], στον άνθρωπο που αγωνίζεται, θυσιάζεται και αντέχει, ώστε να διαφυλάξει την αξιοπρέπειά του και που μπορεί να το κατορθώσει με μόνη στήριξη και κίνητρο το δίκαιο των ονείρων του. Η απουσία ή η συνειδητή απαλοιφή κριτικής προς τις επιλογές του παρελθόντος θα μπορούσε να εκληφθεί ως πρόταση ξεπεράσματος της ενδοστρέφειας και του αλληλοσπαραγμού, ως κάλεσμα ενότητας απέναντι στον κοινό εχθρό, τον οποίο η συνεχιζόμενη αγωνιστική διάθεση των γυναικών δεν επιτρέπει να εκληφθεί ούτε ως νεκρός ούτε αμελητέος.
Διάρκεια: 104:00
Έτος Παραγωγής: 2009
Γλώσσα: Ελληνικά
Υπότιτλοι: Όχι
Κωδ.Καταχώρησης: ΝΤ173