Οι Κυνηγοί
Οι Κυνηγοί (1977) είναι το τρίτο μέρος της λεγόμενης «τριλογίας της ιστορίας». Αρχίζοντας με τις Μέρες του ’36 (1972) και το Θίασο (1975) γίνεται μια περιήγηση στην ιστορία της Ελλάδας από το 1936, με τη δικτατορία του Μεταξά, μέχρι το 1967, με τη χούντα των συνταγματαρχών.
Ομάδα αστών και μικροαστών-ματαίως επίδοξων αστών δηλαδή- αναστατώνονται, καθώς «διασκεδάζουν» κυνηγώντας, από την εύρεση ενός νεκρού αντάρτη θαμμένου στα χιόνια. Το αίμα από την πληγή του ρέει ζεστό. Άραγε «αυτή η ιστορία έχει τελειώσει από το ‘49» ή όχι; Το σώμα του αντάρτη, γίνεται η αφορμή για να ανασυρθούν από τη μνήμη κάποια από τα γεγονότα που σημάδεψαν τον ελλαδικό χώρο την περίοδο ‘49-‘67 και να αναπαρασταθούν φιλμικά.
Οι ‘νικητές’ του εμφυλίου συγκεντρώνονται σε ένα ξενοδοχείο, πρώην αρχηγείο των ανταρτών. Το φάντασμα του κομμουνισμού πλανάται ακόμα στον αέρα που αναπνέουν. Εκεί μαζεύεται όλο το διεφθαρμένο σύμπλεγμα της αστικής τάξης∙ εργοστασιάρχες, πολιτικοί, αποστάτες, στρατιωτικοί, αστυνομικοί, παρακρατικοί, πουλημένοι αριστεροί, εκδότες. Τους παρακολουθούμε, καθώς ανασύρουν από τη μνήμη τους τα βιώματα και τις εμπειρίες τους σχετικά με την αριστερά, έντρομοι μπροστά από το πτώμα του αντάρτη.
Οι σχετικές αναφορές είναι σαφείς και ρητές. Η εκλογική άνοδος της αριστεράς το ΄58, η εξύφανση του αστυνομικού κράτους και η κλιμάκωση της τρομοκρατίας ‘58-’63, οι σχέσεις κράτους και παρακράτους, το σχέδιο Μάρσαλ και η δραστηριότητα των αμερικανών. Εκλογικά μαγειρέματα, αντικομμουνιστικός αγώνας, δολοφονίες συνδικαλιστών, εκλογικά και βασιλικά πραξικοπήματα, αποστασία, χούντα των πρακτόρων της CIA το ’67.
Ωστόσο, παρ’ όλα αυτά και παρά τη ‘νίκη’ στον εμφύλιο και την εδραίωση της αστικής τάξης στην εξουσία, δεν αισθάνεται ασφαλής. Η ιστορία τελείωσε; Υπάρχει ακόμα ο κίνδυνος μιάς ένοπλης επανάστασης και καταστροφής του καπιταλισμού; Είναι ‘ιστορικό λάθος’ το ότι μένει άταφη η μνήμη, η ιστορία και η ελπίδα μιάς επανάστασης;
Ο Αγγελόπουλος προσπαθεί να δεί τους φόβους και τις ανασφάλειες της άρχουσας τάξης μέσα από τα μάτια της, αλλά από μια αριστερή σκοπιά, αναλύοντας, ταυτόχρονα, την ιστορία εκείνης της περιόδου, σκιαγραφώντας με οξυδέρκεια το σύμπλεγμα των χαρακτηριστικών της. Η ανάλυση ωστόσο δεν είναι ψυχολογικής τάξης∙ είναι βαθιά πολιτικής-κοινωνικής τάξης, εκφρασμένη σε ψυχολογικό επίπεδο. Τα προνομιούχα στρώματα της εξουσίας εκτίθενται σε ένα διακριτικό, αλλά στυγνό και βίαιο ξεγύμνωμα, αποκαλύπτοντας τη γύμνια των εξουσιαστών. ….(δεν είναι τυχαίο πως απ’ όλες τις ταινίες του αυτή είναι η πιο ‘θαμμένη’, σε αντίθεση με το Θίασο που έγινε γνωστός περισσότερο για λόγους σκηνοθεσίας και φόρμας, παρά περιεχομένου).
Εδώ η μορφή του φιλμ γεννάει πραγματικά περιεχόμενο και δεν αφήνει περιθώρια οικειοποίησης και αφομοίωσης.
Η θεατρικότητα της δράσης χρησιμοποιείται για να αποστασιοποιήσει και να αποφορτίσει το θεατή από συγκινήσεις και συναισθηματικές ταυτίσεις με τα πρόσωπα. Η ιστορία δεν επιδέχεται ελαφρά τη καρδία ερμηνείες, ζητά υπευθυνότητα και αυτό αποτυπώνεται έντεχνα πάνω στο φιλμ. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο οι ηθοποιοί δεν είναι ψυχολογικά μοντέλα, αλλά φορείς ιδεολογίας, πολιτισμού, αξιών. Είναι φορείς βιωμένων και υπαρκτών κοινωνικών-πολιτικών καταστάσεων και διαδικασιών. Είναι ιστορικά όντα. Η αναπαράσταση είναι ασυνεχής και σπασμωδική, όπως ακριβώς είναι και η λειτουργία της μνήμης. Και ακόμα εκφράζεται σε συμβολικό επίπεδο, ενεργοποιώντας έτσι τη σκέψη του θεατή, κάνοντάς τον συμμέτοχο στην φιλμική δραστηριότητα και όχι παθητικό δέκτη δοσμένων αληθειών.
Ο διάλογος οπισθοχωρεί για να δώσει τη θέση του στην εικόνα, βοηθώντας έτσι σε μια περισσότερο πειστική αναπαράσταση των γεγονότων.
Η ‘αφήγηση’ τελειώνει όπως άρχισε. Οι κυνηγοί μέσα σε ένα χαώδες, κατάλευκο τοπίο στο πουθενά, καλύπτουν ξανά το πτώμα του αντάρτη, βυθίζοντας τον στην ιστορία, στην προσπάθειά τους να βάλουν τη λήθη στη θέση της μνήμης, περιμένοντας την ώρα που ξανά το ανταρτοδικείο θα αποφανθεί να τους εκτελέσει.
Διάρκεια: 165:00
Έτος Παραγωγής: 1977
Γλώσσα: Ελληνικά
Υπότιτλοι: Όχι
Κωδ.Καταχώρησης: Τ001