Category Archives: Ταινιες

Πεθαινοντας στα 30

Πεθαίνοντας στα 30

Mourir_a_trente_ansΚινηματογραφική βιογραφία του Μισέλ Ρεκανατί, ηγέτη του μαθητικού κινήματος το Μάη του ’68 και στη συνέχεια επικεφαλής των “ομάδων περιφρούρησης” της τροτσκιστικής Επαναστατικής Κομμουνιστικής Νεολαίας (JCR). Εξαιρετική αποτύπωση του κλίματος της εποχής και της ψυχολογίας του στρατευμένου πυρήνα της νεανικής εξέγερσης.

Μια παράλληλη εξιστόρηση της σχέσης του σκηνοθέτη με τον πρόωρα χαμένο ακροαριστερό αγωνιστή Μισέλ Ρεκανατί και ταυτόχρονα μια κινηματική αναφορά στις δεκαετίες του ’60 και ’70: το ξέσπασμα του Μάη ’68, οι μαζικές συγκρούσεις και τα τακτικά διλήμματα, οι οδυνηρές, προσωπικές και συλλογικές, επιπτώσεις των αδιέξοδων πολιτικών επιλογών. Μ’ αυτή την έννοια το «Να πεθαίνεις στα 30» έχει ένα διπλό raison d’être: Όχι απλά άλλη μια δραματοποιημένη εξιστόρηση των γεγονότων του Μάη, αλλά μια ταινία με χιούμορ και φρεσκάδα που δεν διστάζει να καταρρίψει κριτικά τους «ιερούς μύθους» μιας παρωχημένης Αριστεράς, εστιάζοντας στην προσωπική τραγωδία ενός πρωταγωνιστή των εξελίξεων.

Διάρκεια: 96:00

Έτος Παραγωγής:  1982

Γλώσσα: Γαλλικά

Υπότιτλοι: gr

Κωδ.Καταχώρησης: Τ100

Ο μπαμπας λειπει σε ταξιδι για δουλειες

Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές

when_father_was_away_on _businessΜια όμορφα δομημένη ταινία που αφήνει την αίσθηση μιας γλυκόπικρης νοσταλγίας. Ο θεατής δανείζεται το παιδικό πρίσμα της αθωότητας και οδηγείται σε ένα ευφυές σχόλιο για τις πολιτικοκοινωνικές αλλαγές στην πατρίδα του σκηνοθέτη. Η Γιουγκοσλαβία στη δεκαετία του 50, περίοδο του «τιτοϊσμού», όταν η χώρα είχε αποκτήσει την ανεξαρτησία της από ένα δεσποτικό για το ανατολικό μπλοκ σταλινισμό, και σε πρώτο πλάνο τα αθώα «θύματα» αυτής της αλλαγής.

Στη Γιουγκοσλαβία του 1952, ένας οικογενειάρχης εξορίζεται στην επαρχία για τις υποτιθέμενες σταλινικές πεποιθήσεις του, ενώ η οικογένειά του ισχυρίζεται ότι «λείπει σε ταξίδι για δουλειές». Η ταινία είναι ιδωμένη μέσα από τα μάτια του 6χρονου γιου του. Ο μικρός Μάλικ για να βρει διέξοδο από το μπέρδεμα… γίνεται υπνοβάτης!

Διάρκεια: 129:00

Έτος Παραγωγής: 1985

Γλώσσα:Σερβικα

Υπότιτλοι: gr

Κωδ.Καταχώρησης: Τ099

Betty

Betty

bettyΗ πιο σημαντική ταινία μικρού μήκους πού έμεινε εκτός φεστιβάλ. Το θέμα ενόχλησε τους πουριτανούς της προκριματικής επιτροπής. Η “Μπέττυ” του Δημήτρη Σταύρακα είναι το 30λεπτο πορτραίτο της ομώνυμης τραβεστί. Ή μεγαλύτερη δυσκολία πού είχε να παρακάμψει ο σκηνοθέτης, σε μια τέτοιου είδους δουλειά, ήταν ο κίνδυνος να ξεπέσει το θέμα σε μια φολκλορική οφθαλμοπορνεία. Ο Σταύρακας το απόφυγε πολύ έντεχνα. Ελέγχει από την αρχή μέχρι το τέλος το υλικό του. Με πολύ σεβασμό και αγάπη (και συνάμα από κάποια απόσταση) πλησιάζει τον περιθωριακό χαρακτήρα του οποίου εικονογραφεί το πορτραίτο. Η Μπέττυ, πρώην άντρας, πανέξυπνη, ειλικρινής και ανεπιτήδευτη, μας μιλάει για τα δύσκολα παιδικά της χρόνια στην επαρχία και για τους αγώνες πού δίνει σαν τραβεστί προς όλες τις κατευθύνσεις για να κερδίσει το αναφαίρετο δικαίωμα να είναι αυτό πού εκείνη διάλεξε για τον εαυτό της.

Χωρίς ενοχλητικές φωτογραφίες από το παρελθόν της ηρωίδας, απλά και έντιμα, χωρίς να κερδοσκοπεί ούτε σε βάρος του κοινού του, ούτε σε βάρος της πρωταγωνίστριας του, καταφέρνει ο σκηνοθέτης να βγάλει ένα σεμνό και έντιμο παρόν. Ή ταινία ούτε για μια στιγμή δεν γίνεται φτηνή ή πρόστυχη. Για μας τους θεατές πού μεμψιμοιρούμε με το παραμικρό, εφευρίσκοντας ανύπαρκτα προβλήματα, βγαίνει ένα γενναίο μάθημα: ή στάση ζωής της Μπέττυ είναι υγιής και έντιμη κι ή ηρωίδα μας, παρά τα περιθωριακά χαρακτηριστικά πού τη συνιστούν, είναι γεμάτη όρεξη και αντοχή για ζωή.

Ή κινηματογράφηση του Σταύρακα – άψογος συνδυασμός ντοκυμαντέρ καί φιξιόν – μεταφέρει το τελικό προϊόν στους χώρους του κινηματογραφικού δοκιμίου, περιορίζοντας έτσι το θέμα σε μια αποσπασματική αναπαράσταση πού μας γεννάει την προσδοκία μιας συνέχειας, μιας συνέχειας πού θα καλύψει σφαιρικά το θέμα, δίνοντας του πλατύτερες διαστάσεις.

Ή ταινία προβλήθηκε μαζί με μερικές άλλες κομμένες, σε ειδική προβολή σε κινηματογράφο της Θεσσαλονίκης.

Διάρκεια: 33:00

Έτος Παραγωγής: 1979

Γλώσσα: Ελληνικά

Υπότιτλοι: Όχι

Κωδ.Καταχώρησης: Τ098

Ο σοφος

Ο σοφός

Μια ταινία για τις διαφορετικές θρησκείες, φυλές και και κυρίως για την κατανόηση της νεοαποικιακή διαφθοράς και της γραφειοκρατίας στη Σενεγάλη.

Όταν η οικογένειά του Pierre Henry Thoune, (ειλικρινής πολιτικός ακτιβιστής), που είναι χριστιανική, πηγαίνει στο νεκροτομείο να διεκδικήσει το σώμα του, το πρωί της ταφής, αυτό λείπει. Έχει αντικατασταθεί κατά λάθος με ένα άλλο, και έχει ήδη ταφεί σε ένα αγροτικό μουσουλμανικό νεκροταφείο.
Ο Guelwaar ήταν ένας καθηλωτικός ομιλητής, ο οποίος είχε φέρει σε αμηχανία τους τοπικούς πολιτικούς σε μια μεγάλη τελετή υποδοχής της ξένης επισιτιστικής βοήθειας. Αποδεικνύεται όμως ταραχοποιός και μετά θάνατο, καθώς θα ξεσπάσουν άμεσα συγκρούσεις στις οποίες θα πάρουν μέρος και πλήθος θρησκευτικών, φυλετικών και κρατικών γραφειοκρατικών παραγόντων με προσωπικά συμφέροντα.
Κατά μία έννοια, ο Guelwaar αποτελεί τη φωνή της πολιτιστικής και οικονομικής αυτονομίας που ενστερνίζεται ο πολύ γνωστός κινηματογραφιστής Sembene και εμφανίζεται σε όλες τις ταινίες του.

Διάρκεια: 107:00

Έτος Παραγωγής: 1993

Γλώσσα: Σενεγαλέζικα

Υπότιτλοι: gr

Κωδ.Καταχώρησης: T097

Soy Cuba (Ειμαι η Κουβα)

Soy Cuba (Είμαι η Κούβα)

soyu_cubaΑπό τις πιο σημαντικές ταινίες του 20ου αιώνα, ένα πραγματικά παρ’ ολίγο «χαμένο”» αριστούργημα. Ξεκινώντας με μια κατακόρυφη λήψη που ακόμα προκαλεί ίλιγγο στους σπουδαστές εικονοληψίας (η κάμερα «βουτάει» τέσσερις ορόφους προς τα κάτω για να καταλήξει στο βυθό μιας πισίνας) το «Είμαι Η Κούβα» ακύρωσε τους αισθητικούς περιορισμούς της εποχής, αψηφώντας οποιαδήποτε έλλειψη τεχνολογίας. Τέσσερις ιστορίες στην Κούβα του Μπατίστα, στην Κούβα που διψά για επανάσταση. Στην Αβάνα, η Μαρία νιώθει ντροπή όταν ένας άντρας που ενδιαφέρεται γι’ αυτήν, ανακαλύπτει πώς η κοπέλα βγάζει το μεροκάματο. Ο Πέδρο, ένας γέρος αγρότης, μαθαίνει ότι η γη που καλλιεργεί, πωλείται σε μια εταιρεία. Ένας φοιτητής αντιμετωπίζει ένα πλήθος Αμερικανών ναυτών και αντικρίζει φίλους του να πυροβολούνται από αστυνομικούς, στην προσπάθειά τους να διανείμουν ένα φυλλάδιο για τον Κάστρο. Ο πόλεμος “χτυπά την πόρτα” των χωρικών Μαριάνο, Αμέλια και των 4 παιδιών τους, όταν οι δυνάμεις του Μπατίστα βομβαρδίζουν τους λόφους της περιοχής. Ο Kalatozov επιτυγχάνει όχι μόνο την επίτευξη της απόλυτης κινηματογραφικής συμφωνίας, αλλά πηγαίνει πολύ παρά πέρα. Κατ’ αρχήν έχει τη δυνατότητα να μεταμορφώσει ένα προπαγανδιστικό φιλμάκι, παραγγελιά των κομματαρχών της Μόσχας, σε ένα εθνογραφικό ντοκιμαντέρ που θα το επαινούσε ο Jean Rouch. Κατά δεύτερον ανακαλύπτει ένα κινηματογραφικό αλφαβητάρι, όπου κάθε πλάνο αποτελεί από μόνο του μια δομημένη γραμματική, που δεν έχει καμία αντιστοιχία με τον ακαδημαϊκό λόγο. Το σινεμά ανακαλύπτει τον εαυτό του και αφήνει πίσω του τα ιδεολογικά στεγανά. Στα μακρόσυρτα μονοπλάνα, εκπληκτικής αισθητικής και συγχρονισμού με την παράλληλη δράση, να καταγράφεται στα συνεχόμενα τράβελινγκ που δοκιμάζει τις ακροβατικές επιδεξιότητες του κάμεραμαν Alexander Calzatti «στα όρια», γράφτηκε η «ιστορία» της Κούβας. Ευρυγώνιοι παραμορφωτικοί φακοί, φέρνουν στον ίδιο φλμικό χώρο, όλες αυτές τις ταξικές και φυλετικές αντιθέσεις, που κάνουν τη Κούβα ξεχωριστή. Ο Kalatozov εμπιστεύτηκε δυο ποιητές για να του γράψουν το σενάριο (τον Yevgeni Yevtushenko και τον Enrique Pineda Barnet) και αφέθηκε στον οίστρο του Sergei Urusevsky (αυτή η ταινία τον κατατάσσει δικαιωματικά ανάμεσα στους τρεις – τέσσερις κορυφαίους διευθυντές φωτογραφίας από συστάσεως κινηματογράφου). Η επίσημη πρεμιέρα (1964) προκάλεσε σοκ. Οι Κουβανοί, που περίμεναν ένα έργο ρεαλιστικό, πάγωσαν από τις χορευτικές κινήσεις της κάμερας και εν γένει από το οπτικό στυλ και τις πλαστικές συνθέσεις των Kalatozov – Urusevsky. Οι Σοβιετικοί τρόμαξαν με την ελευθερία και την άνεση με την οποία οι δυο λαμπροί εκπρόσωποί τους στα διεθνή κινηματογραφικά σαλόνια αγνόησαν το σοσιαλιστικό ρεαλισμό και υιοθέτησαν ένα μοντέρνο στυλ. Η ταινία δεν λογοκρίθηκε αλλά μπήκε στη ναφθαλίνη μέχρι τις αρχές του ’90 οπότε οι Francis Ford Coppola και Martin Scorsese την αποκατέστησαν τεχνικά και την έφεραν στο προσκήνιο. Το «Είμαι η Κούβα» είναι μια τιτάνια προσπάθεια των Kalatozov – Urusevsky να παρουσιάσουν το πάθος για τη ζωή σε μια έκρηξη λυρισμού, δίνοντας προτεραιότητα στη φόρμα. Την οποία επαναπροσδιορίζουν ως ύψιστο μέσο έκφρασης. Η ζωή τούς δικαίωσε. Το «Eίμαι η Κούβα», πέρα από το επικαιρικό στοιχείο που αφορά το περιεχόμενο, συνοψίζει όλο το σινεμά μέχρι τις αρχές του ’60. Από τον Eisenstein και τον Orson Welles μέχρι το φιλμ νουάρ.

Διάρκεια: 141:00

Έτος Παραγωγής: 1964

Γλώσσα: Ισπανικά

Υπότιτλοι: gr

Κωδ.Καταχώρησης: T096

Kuhle Wampe (Σε ποιον ανηκει ο κοσμος)

Kuhle Wampe (Σε ποιόν ανήκει ο κόσμος)

kuhle_wampeKuhle Wampe (ο πλήρης τίτλος είναι Kuhle Wampe oder Wem gehört die Welt?) είναι μια γερμανική ταινία του προλεταριάτου, που κυκλοφόρησε το 1932, σχετικά με την ανεργία και την αριστερή πτέρυγα στην πολιτική ζωή στην Δημοκρατία της Βαϊμάρης.

Η ταινία παίζει στην εποχή του μεσοπολέμου στο Βερολίνο την δεκαετία του 1920. Ένας άνεργος νεαρός (ο Άνις Μπρούντερ) που μάταια ψάχνει για δουλειά πέφτει από την απόγνωσή του από το παράθυρο και σκοτώνεται. Η οικογένειά του χάνει το σπίτι λόγω έξωσης και μετακομίζουν στο παραλίμνιο κάμπινγκ με τό όνομα «Kuhle Wampe».

Η Άννι, η κόρη του που έχει δουλειά μένει έγκυος και αναγκάζεται να αραβωνιαστεί τον φίλο της τον Φριτς, ο οποίος όμως το ίδιο βράδυ της παραδέχεται ότι δεν έχει πρόθεση να την παντρευτεί. Η ‘Αννι τον εγκαταλείπει και μετακομίζει στην φίλη της την Γκέρντα. Αργότερα θα ξανασυναντήσει τον Φριτς, ο οποίος τώρα και αυτός είναι άνεργος, και θα τα ξαναφτιάξει μαζί του.

Στον δρόμο για το σπίτι (σε διαλόγους του Μπρεχτ) θα τσακωθούν άγρια μαζί με άλλους σε κάποια συνομιλία περί της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.

Διάρκεια: 76:00

Έτος Παραγωγής: 1932

Γλώσσα: Γερμανικά

Υπότιτλοι: gr

Κωδ.Καταχώρησης: Τ095

Ξεχασμενοι απο την Κοινωνια (Los Olvidados)

Ξεχασμένοι από την Κοινωνία (Los Olvidados)

Los OlvidadosΗ ταινία Ξεχασμένοι από την Κοινωνία (ισπ. Los Olvidados) γνωστό κι ως Λος Ολβιδάδος είναι δράμα μεξικανικής παραγωγής του 1950, σε σκηνοθεσία Λουίς Μπουνιουέλ.

Μετά την επιτυχία της ταινίας της ταινίας του 1949 El Gran Calavera, ο παραγωγός της ταινίας, Όσκαρ Ντανσαΐγερς, επέτρεψε στον Μπουνιουέλ να σκηνοθετήσει την επόμενή του ταινία, για την οποία είχε ήδη έτοιμο το σενάριο με τίτλο ¡Mi huerfanito jefe! και πραγματευόταν τη ζωή ενός παιδιού που πουλάει εισιτήρια. Ο Ντανσαΐγερς είχε στο μυαλό του όμως μια ταινία που να πραγματεύεται με ρεαλιστικό τρόπο τη φτώχια των παιδιών της πόλης του Μεξικού. Μετά από έρευνα ο Χεσούς Καμάτσο και ο Μπουνιουέλ δημιούργησαν ένα σενάριο που ικανοποίησε τον παραγωγό. Ο Μπουνιουέλ σκηνοθέτησε την ταινία με ρεαλιστικό ύφος, χωρίς όμως να αποποιηθεί τα στοιχεία του ύπερρεαλισμού που χαρακτηρίζουν το συνολικό του έργο. Ο σκηνοθέτης βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ των Καννών του 1951 για τη σκηνοθεσία της ταινίας.

Ο Πέδρο (Αλφόνσο Μεχία) είναι ένα ενδεκάχρονο αγόρι, που ζει με τη μητέρα του (Εστέλα Ίντα) προσπαθεί να τα βγάλει πέρα στερώντας από το μικρό αγόρι τη στοργή. Ο Πέδρο της ορκίζεται ότι η συμπεριφορά του θα αλλάξει, αλλά η συναναστροφές του με μια ομάδα αλητών, τον οδηγούν στην εγκληματικότητα. Αρχηγός της συμμορίας στην οποία ανήκει ο Πέδρο είναι ο Ελ Χάιβο (Ρομπέρτο Κόβο), ένα μεγαλύτερο αγόρι που το έχει σκάσει από το αναμορφωτήριο. Ο Πέδρο διδάσκει στα υπόλοιπα αγόρια όλες τις συνήθειες του υποκόσμου. Η συμμορία περιφέρεται στους δρόμους του Μεξικού, κάνοντας όλων των ειδών τις αλητείες. Ο Ελ Χάιβο είναι σίγουρος ότι ο μικρός Χουλιάν (Χαβιέρ Αμέσκουα), ένα αγόρι που αρνήθηκε να συμμετάσχει στη συμμορία και προτίμησε να δουλέψει για να βοηθήσει τους δικούς του να τα βγάλουν πέρα, ήταν υπεύθυνος για την κατάληξή του στο αναμορφωτήριο. Ο Πέδρο βοηθάει τον Ελ Χάιβο να εντοπίσει τον Χουλιάν ο οποίος βρίσκει το θάνατο στα χέρια του αδίστακτου αγοριού. Έπειτα μοιράζεται τα χρήματα του Χουλιάν με τον Πέδρο. Μετά τη δολοφονία του Χουλιάν, ο Πέδρο καταλαβαίνει ότι η σχέση του με τον Ελ Χάιβο πρόκειται να του φέρει πολλά δεινά. Απομακρύνεται λοιπόν από τη συμμορία του Ελ Χάιβο και πιάνει δουλειά σε μεταλλουργείο. Αλλά ο Ελ Χάιβο τον βρίσκει και τον εμπλέκει σε κλοπή.

Διάρκεια: 80:00

Έτος Παραγωγής: 1950

Γλώσσα: Ισπανικά

Υπότιτλοι: gr

Κωδ.Καταχώρησης: Τ094

 

Η πολη των χαμενων παιδιων

Η πόλη των χαμένων παιδιών

h_polh_twn_xamenwn_paidiwnΜια ταινία που ξεκινά με έναν, δύο, τρεις… αμέτρητους Αη-Βασίληδες για να μετατρέψει την αρχετυπική πλάνη των απανταχού παιδιών σε εφιάλτη, είναι η καταλληλότερη για να κοσμήσει αυτήν εδώ τη στήλη ως… nightmare after christmas. Ο λόγος για την «Πόλη των χαμένων παιδιών» (1995) του διδύμου Ζαν Πιερ Ζενέ – Μαρκ Καρό, την οποία δημιούργησαν λίγα χρόνια μετά την εντρύφηση τους στην υψηλή κουζίνα… του κανιβαλισμού (Delicatessen, 1991) και λίγο περισσότερα πριν ο Ζενέ, σε σόλο πορεία πια, μεταμορφώσει το Παρίσι σε πόλη της μονίμως «χαμένης» Αμελί Πουλέν.

Όπως και στο Delicatessen, έτσι και στην «Πόλη …» οι Ζενέ – Καρό θέτουν ως διακύβευμα της ταινίας τους κάτι που αξιολογείται ως αδιαπραγμάτευτο και απροσπέλαστο: εκεί ήταν το ανθρώπινο σώμα, εδώ τα, ακόμη πιο ανεπίδεκτα κατάκτησης και υφαρπαγής, παιδικά όνειρα. Τα ορέγεται ένας τρελός επιστήμονας, μια ακραία ιδιοφυία της οποίας αχίλλειος πτέρνα είναι η αδυναμία να ονειρευτεί. Το εύρημα είναι ό,τι πρέπει ώστε «παραμύθι να αρχινήσει», που ναι μεν υπόσχεται εξαρχής το «κι έζησαν κι αυτοί καλά…» του τέλους, αλλά μήπως το ίδιο δεν έκαναν και η «Αλίκη» ή ο «Πινόκιο» πριν μας ξεναγήσουν σε μονοπάτια δύσβατα και υπαινιγμούς παμπόνηρους; Και αν ζητάτε πιο πρόσφατα παραδείγματα, αναρωτηθείτε τι κρύβεται κάτω από το ηθικοπλαστικό άλλοθι του «Ο Τσάρλι και το εργοστάσιο σοκολάτας» του Τιμ Μπάρτον και αν η μικρή πρωταγωνίστρια του «Tideland» είναι κάτι παραπάνω από αλαφροϊσκιωτη νεραϊδούλα. Ύστερα, εάν θέλετε, μπορούμε να μείνουμε στην περίπτωση του Γκίλιαμ και να αναζητήσουμε τι άλλο μοιράζεται με τους Ζενέ – Καρό πέρα από τις αμιγώς αισθητικές συγγένειες (όπως τη μανία με τους παραμορφωτικούς φακούς). Ίσως τη σωφροσύνη να μην αντιμετωπίζουν τα παιδιά ως «χαριτωμένες γλάστρες στον κόσμο των μεγάλων, αλλά ως τα πιο σκληρά πλάσματα του κόσμου» (κλέβω τη φράση από μια κριτική της Γκέλυς για το Tideland στον εβδομαδιαίο «εξώστη», νομίζω πως δε θα μπορούσα να το θέσω καλύτερα).

Πράγματι, στο σύμπαν της «Πόλης των χαμένων παιδιών» μπορούμε να φτάσουμε στην αθωότητα μόνο μέσα από την απόλυτη σκληρότητα – περί της ζεύξης αντιθετικών εννοιών στο φιλμ, προσέξτε ιδιαίτερα τη κραυγή «το μηδέν ισούται με το άπειρο» λίγο πριν το φινάλε. Εξάλλου, παρά το ότι η ταινία φαινομενικά μπορεί να επικοινωνήσει πλήρως με ενήλικους δέκτες, αποτελεί κινηματογράφηση του παιδικού βλέμματος: πάνω και πέρα από ηθικά κατηγορήματα, ο κόσμος των μεγάλων είναι εξολοκλήρου γκροτέσκος, δύσμορφος, εμμονοληπτικός, ένα κουκλοθέατρο που τελικά κινείται υπογείως από παιδικά δάχτυλα. Πλασμένος χωρίς ακρότητες και με μια λογική ενστικτώδους φυσικότητας, ο κόσμος των μικρών ηρώων κατευθύνει τη δράση – ακόμα κι όταν πρόκειται για το ντόμινο καταστροφών που μπορεί να προκαλέσει ένα κοριτσίστικο δάκρυ, ή για… το ρέψιμο ενός μπόμπιρα ως σχόλιο για τα συντρίμμια που αφήνει πίσω του.

Εντελώς ειρωνικά, αυτήν την αντιστροφή (ενήλικες καρικατούρες – νορμάλ παιδιά), που όπως προείπαμε ετοιμάζεται από τον εναρκτήριο εφιάλτη, μπορούμε να την απολαύσουμε καλύτερα ως ενήλικοι. Τα παιδιά μπορεί να μην αναγνωρίσουν συνειδητά το βλέμμα τους στην οθόνη, αλλά μάλλον θα βρουν ένα ζεστό καταφύγιο στο κουκλίστικο – γκόθικ ντεκόρ, στις ανταύγειες του καφέ και του χρυσού που φέγγουν στον ορίζοντα, στη μουσική του Άντζελο Μπανταλαμέντι. Κι αν διαισθανθούν για ποιο λόγο τα όνειρα αποτελούν την ύστατη νησίδα ελευθερίας τους, ίσως κάποτε να κατανοήσουν καλύτερα το φινάλε του “Brazil”.

Διάρκεια: 112:00

Έτος Παραγωγής: 1995

Γλώσσα: Γαλλικά

Υπότιτλοι: gr

Κωδ.Καταχώρησης: Τ093

Δευτερες με λιακαδα

Δευτέρες με λιακάδα

los_lunes_al_sol1Πικρόγλυκη κωμωδία από ένα νέο, ταλαντούχο σκηνοθέτη, με πρωταγωνιστές μια παρέα άνεργων που προσπαθούν με κάθε τρόπο να επιβιώσουν στη σύγχρονη κοινωνία της προόδου και της παγκοσμιοποίησης.

Μια παρέα μεσήλικων αντρών, οι περισσότεροί τους άνεργοι, είναι οι πρωταγωνιστές της μικρής αυτής έκπληξης από την Ισπανία (πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν), σκηνοθετημένης από τον 34χρονο Φερνάντο Λεόν ντε Αρανόα. Ταινία που φέρνει στο νου τις ταινίες του Κεν Λόουτς, αλλά και άλλες, όπως το «Βιτελόνι» του Φελίνι και «Οι εντιμότατοι φίλοι μου» του Μονιτσέλι. Οι ήρωες της ταινίας του Αρανόα είναι στην πραγματικότητα άνθρωποι παραγωγικοί, αλλά τώρα άνεργοι, άνθρωποι που έχουν σπρωχτεί βίαια στο περιθώριο. Θύματα της προόδου και της παγκοσμιοποίησης στην οποία οδηγεί η κυβέρνηση του δεξιού πρωθυπουργού τους Αθνάρ, «λαθρεπιβάτες στο πλοίο-φάντασμα της προόδου, ναυαγοί των δικών τους ονείρων κι εκείνων των συζύγων τους κι εκείνων των παιδιών τους», όπως χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος ο σκηνοθέτης.

Διάρκεια: 109:00

Έτος Παραγωγής: 2002

Γλώσσα: Ισπανικά

Υπότιτλοι: gr

Κωδ.Καταχώρησης: T092

7 Σαμουραι

7 Σαμουράι

7samurai2Βρισκόμαστε στην Ιαπωνία του 16ου αιώνα και ο αιματηρός εμφύλιος που διαρκεί σχεδόν ενάμισι αιώνα έχει σπρώξει στην απελπισία τους χωρικούς που όπως συμβαίνει παντού και πάντα, είναι αυτοί που κυρίως υπομένουν τα δεινά του πολέμου. Ο θάνατος όμως πολλών daimyo έχει αφήσει πολλούς από τους σαμουράι που τους υπηρετούσαν χωρίς αφέντη είναι δηλαδή ronin και η εγκατάλειψη των χωριών λόγω του πολέμου έχει δώσει χώρο στους ληστές να βρουν και αυτοί με τη σειρά τους εύκολη λεία στους χωρικούς.

Στην φεουδαρχική Ιαπωνία η μίξη των ανθρώπων που ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις είναι αυστηρά απαγορευμένη και η γέννηση κάθε ανθρώπου του υπαγορεύει την πορεία του στη ζωή. Κάθε προσπάθεια απόκλισης από το κοινωνικό πεπρωμένο είναι καταδικασμένη. Ο χωρικός γεννιέται χωρικός για να πεθάνει χωρικός, και σε όλη του τη ζωή θα είναι το πιόνι στη σκακιέρα της εξουσίας που διευθύνεται από την αριστοκρατική τάξη των σαμουράι. Αυτοί έχουν τα όπλα και τη γη, άρα έχουν την απόλυτη εξουσία, η οποία ουσιαστικά τους δίνει και το δικαίωμα ζωής και θανάτου των χωρικών. Οι σαμουράι ωστόσο υπόκεινται και ίδιοι στον εξοντωτικό για το άτομο κοινωνικό κανόνα της τάξης και της συμμετοχής στην ομάδα. Ούτε και αυτοί μπορούν να είναι κάτι άλλο εκτός από πολεμιστές που υπηρετούν με τη σειρά τους έναν αφέντη.

Μετά τους εισαγωγικούς τίτλους υπό τη συνοδεία τυμπάνων (τα taiko της Ιαπωνικής μουσικής παράδοσης), μια υποβλητική μουσική εισαγωγή τριών λεπτών, βλέπουμε μια ομάδα ληστών που καλπάζει προς ένα χωριό. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία σε όλο της το μεγαλείο, με τους καβαλάρηδες σε ένα ξέφρενο καλπασμό, κατάμαυρες φιγούρες κάτω από ένα συννεφιασμένο ουρανό, δίνει την πρώτη αίσθηση της επερχόμενης καταστροφής.

Οι ληστές πλησιάζουν ένα χωριό από ένα ύψωμα, άλλη μια εκπληκτική εικόνα του μεγάλου Kurosawa που δίνει χωρίς λόγια με αυτή τη σκηνή την αίσθηση του εντελώς απροστάτευτου χωριού, και αποφασίζουν πως θα επιστρέψουν να το ληστέψουν όταν η σοδειά έχει φυτρώσει, τώρα δεν έχει τίποτα να τους προσφέρει.

Ένας χωρικός τους ακούει και ειδοποιεί τους συγχωριανούς του. Τότε το δράμα ξεκινά. Πώς θα προστατευτούν από τους ληστές? Μετά τη διαμάχη μεταξύ τους όπου κάποιοι θέλουν να παραδώσουν το χωριό στους ληστές για να σώσουν τις ζωές τους και κάποιοι θέλουν να πεθάνουν γιατί βαρέθηκαν να ζουν στη φτώχια και στη δυστυχία, τελικά επικρατεί η άποψη του γενναιότερου και αποφασίζουν να προσλάβουν σαμουράι να τους προστατέψουν. Και όπως τους προτρέπει ο πατριάρχης του χωριού ‘πεινασμένους σαμουράι’. Η φτώχια και η εξαθλίωση από τον πόλεμο δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των χωρικών.

Έτσι μια ομάδα τεσσάρων χωρικών πηγαίνει στην κοντινή πόλη για να βρει σαμουράι ‘με αμοιβή τρία άθλια γεύματα την ημέρα και την χαρά της μάχης‘ όπως θα πει στη συνέχεια ο αρχηγός τους. Εδώ ξεκινάει το δεύτερο μέρος της ταινίας, που με την μοναδική αφηγηματική ικανότητά του ο Akira Kurosawa  μας εισάγει στον κόσμο των σαμουράι. Η διαδικασία επιλογής των κατάλληλων πολεμιστών επαφίεται στον βετεράνο και συμπονετικό αν και ικανότατο σαμουράι Κανμπέι Σιμάντα (Takashi Shimura), που αν και πιστεύει πως χρειάζονται συνολικά επτά για την προστασία του χωριού βρίσκει μόνο άλλους πέντε. Ο έβδομος τελικά θα είναι ένας πρώην χωρικός, ο Κικουτσίγιο (Toshirô Mifune), ο πιο ενδιαφέρων χαρακτήρας της ταινίας.

Στο τρίτο μέρος, το μεγαλύτερο, έχουμε την προετοιμασία και την άμυνα του χωριού από την επίθεση των ληστών. Οι σαμουράι φτάνουν στο χωριό που τους έχουν καλέσει αλλά όλοι είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους και κανείς δεν τους υποδέχεται. Οι χωρικοί έχουν την ανάγκη τους, αλλά δεν τους αγαπούν, απεναντίας τους φοβούνται. Όλα τα κακά προέρχονται από τους σαμουράι. Αυτοί  ωστόσο έχουν το καθήκον τους, την προστασία του χωριού. Και σαν σαμουράι θα το πράξουν με οποιοδήποτε κόστος. Η μάχη θα ξεκινήσει και το χωριό θα σωθεί αλλά ποιός είναι ο νικητής και ποιός ο ηττημένος στο τέλος?

Στους Επτά Σαμουράι η κεντρική φιγούρα είναι ο Κικουτσίγιο, ο πρώην χωρικός που θα ήθελε να είναι σαμουράι. Ο Κικουτσίγιο είναι άξεστος, είναι μέθυσος, δεν ξέρει να πολεμά, αλλά κρατάει ένα σπαθί μεγαλύτερο από το μπόι του, γιατί όπως όλοι οι άνθρωποι που θα ήθελαν να ανήκουν κάπου αλλού από εκεί που πραγματικά ανήκουν προσπαθεί  και αυτός να καλύψει την απόσταση με εντυπωσιασμό. Όμως ο Κικουτσίγιο μπορεί και στέκεται ανάμεσα στους σαμουράι και στους χωρικούς και έτσι βλέπει τα κακά και των δύο τάξεων. Και τα επισημαίνει σε κάθε ευκαιρία. Ο Toshiro Mifune δίνει έναν εκπληκτικό, μοναδικό Κικουτσίγιο άλλοτε με χιούμορ – άλλωστε ήταν διάσημος για τον αυτοσαρκασμό του – και άλλοτε με μοναδική δύναμη και αγριότητα. Όταν είναι μεθυσμένος, και κανείς δεν μπορεί να ερμηνεύσει καλύτερα έναν μεθυσμένο από τον Mifune – τρικλίζει και παραπατάει επιμένοντας πως είναι γεννημένος σαμουράι, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους πραγματικούς σαμουράι να τον ειρωνευτούν και να τον εξευτελίσουν. Όταν είναι στο χωριό όμως εξευτελίζει ο ίδιος τους ομοίους του χωρικούς που τρέχουν φοβισμένοι να κρυφτούν και τους κατακεραυνώνει για την δειλία τους αλλά και την υποκρισία τους. Γιατί και οι χωρικοί δεν είναι αθώοι. Κρύβουν τρόφιμα, κρύβουν ‘σάκε’ και πάνω απ’ όλα κρύβουν οπλισμό που έχουν αποκτήσει σκοτώνοντας περιπλανώμενους σαμουράι  που έτυχαν από τα μέρη τους.

Δεν είναι εύκολο να κατηγορήσεις τους χωρικούς για αυτές τις πράξεις τους. Έχουν υποφέρει τα πάνδεινα και έχουν μάθει στο ψέμα για άμυνα. Ο Κικουτσίγιο όμως είναι πάνω και πέρα από αυτό. Παρά τα όσα έχει περάσει βλέπει τα πράγματα αντικειμενικά και είναι στο βάθος ένας ιδεαλιστής, ένας ρομαντικός που πιστεύει στο δίκιο, την τιμή και το χρέος. Είναι η συνείδησή μας και η υπενθύμισή μας για τον ανθρωπισμό, για την αξία του ανθρώπου ως άτομο και ως μονάδα στην κοινωνία, το μήνυμα του Kurosawa προς όλους μας. Έτσι στο τέλος κατορθώνει και παίρνει τη θέση που του αξίζει: Ένα τάφο δίπλα στους σαμουράι που τον αναγνωρίζουν σαν όμοιό τους, παρά το γεγονός πως δεν γεννήθηκε τέτοιος.

Και αν στον θάνατο οι τάξεις παραμερίζονται, δεν συμβαίνει το ίδιο και στη ζωή. Η αγάπη του νεαρού σαμουράι για την Σίνο, την κόρη ενός χωρικού, δεν μπορεί να έχει αίσιο τέλος γιατί η κοινωνία το απαγορεύει. Και όταν οι τρεις σαμουράι στέκονται περίλυποι μπροστά στους τάφους των τεσσάρων συναδέλφων τους, το χωριό τους γυρίζει την πλάτη και αφού ο κίνδυνος πέρασε επιστρέφουν στη ζωή τους και στις καλλιέργειές τους, δίνοντας σους σωτήρες τους να καταλάβουν πως είναι πλέον ανεπιθύμητοι. Και τότε ο Κάμπει Σιμάντα επιβεβαιώνει την μοίρα των σαμουράι: ‘Πάλι ηττηθήκαμε, το χωριό νίκησε’. Ο Kurosawa παραδέχεται, ίσως με κάποια λύπη είναι η αλήθεια, πως η τάξη των αριστοκρατών δεν έχει μέλλον.

Οι νικητές είναι νικημένοι – Σκηνή απίστευτης δύναμης με τους εναπομείναντες σαμουράι να κοιτάζουν τη ζωή στο χωριό που συνεχίζεται

Το να πούμε πως Οι Επτά Σαμουράι υπήρξε η ταινία που επηρέασε όσο καμιά άλλη το είδος της περιπέτειας είναι μάλλον περιττό. Οι σκηνές μάχης που κινηματογράφησε έγιναν το πρότυπο για όλες τις κατοπινές ταινίες, αν και καμιά δεν φτάνει το πρωτότυπο. Με ακρίβεια διαβήτη μας περιγράφει τη μάχη του χωριού χωρίς να υπάρχει ούτε δευτερόλεπτο που να χάνουμε τη συνέχεια ή να μην καταλαβαίνουμε που βρίσκεται κάθε στιγμή ο καθένας και τι γίνεται. Σπάνια υπάρχει σκηνή που δεν γίνονται παράλληλα δύο πράγματα αλλά αυτό δεν εμποδίζει καθόλου να παρακολουθούμε την ταινία με άνεση χωρίς να μας δημιουργείται η παραμικρή απορία. Άλλωστε το μεγάλο ταλέντο του Kurosawa ήταν το μοντάζ που το έκανε μόνος του και από μνήμης. Η αφήγηση ρέει σαν κρυστάλλινο νερό, η φωτογραφία είναι μεγαλειώδης και κάθε σκηνή θα μπορούσε άνετα να γίνει wallpaper στον υπολογιστή μας – και ποιά άλλη ταινία μπορεί να παινευτεί για κάτι τέτοιο ?

Ο Akira Kurosawa ήταν διάσημος τελειομανής που πίστευε απόλυτα στο καλό σενάριο. Υποστήριζε πως με ένα καλό σενάριο και ένας μέτριος σκηνοθέτης μπορεί να κάνει μια καλή ταινία. Αλλά όπως έλεγε, ούτε ο καλύτερος σκηνοθέτης δεν μπορεί να κάνει μια καλή ταινία με ένα κακό σενάριο. Για να μπορέσει να βάλει τους ηθοποιούς του στο πνεύμα των ρόλων τους, δημιούργησε για κάθε έναν από τους 7 σαμουράι ένα ολόκληρο οικογενειακό δέντρο και μια βιογραφία, η οποία αν και πουθενά στην ταινία δεν φαίνεται, τους έδωσε το υπόβαθρο για να αναπτύξουν με τον καλύτερο τρόπο τον χαρακτήρα τους. Το ίδιο έκανε και για τους χωρικούς. Κάθε χωρικός που εμφανίζεται είχε την δική του ιστορία γραμμένη από τον Kurosawa, ο οποίος έχει γράψει και σενάριο της ταινίας μαζί με τους συνεργάτες του.

Οι Εφτά Σαμουράι ήταν η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία στην Ιαπωνία και έκανε γνωστό τον Ιαπωνικό κινηματογράφο αλλά και τον Kurosawa στον Δυτικό κόσμο. Ενδιαφέρον έχει πως στο Φεστιβάλ Βενετίας που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1954 πήρε το δεύτερο βραβείο (οι Ιταλοί προτίμησαν να δώσουν το πρώτο στο δικό τους μάλλον αδιάφορο και ξεχασμένο Romeo and Juliet του Renato Castellani), ενώ στα Oscar προτάθηκε για την καλλιτεχνική διεύθυνση και τα κοστούμια, αλλά δεν πήρε κανένα από δύο.

Οι Εφτά Σαμουράι διαρκούν 3 ώρες και 27 λεπτά και είναι η μεγαλύτερη σε μήκος ταινία του Kurosawa. Παρόλα αυτά παρακολουθείται με τέτοια ευκολία που νομίζει κανείς πως περνούν με το ζόρι δύο ώρες.

Διάρκεια: 206:00

Έτος Παραγωγής: 1954

Γλώσσα: Ιαπωνικά

Υπότιτλοι: gr

Κωδ.Καταχώρησης: Τ091