Η πόλη των χαμένων παιδιών
Μια ταινία που ξεκινά με έναν, δύο, τρεις… αμέτρητους Αη-Βασίληδες για να μετατρέψει την αρχετυπική πλάνη των απανταχού παιδιών σε εφιάλτη, είναι η καταλληλότερη για να κοσμήσει αυτήν εδώ τη στήλη ως… nightmare after christmas. Ο λόγος για την «Πόλη των χαμένων παιδιών» (1995) του διδύμου Ζαν Πιερ Ζενέ – Μαρκ Καρό, την οποία δημιούργησαν λίγα χρόνια μετά την εντρύφηση τους στην υψηλή κουζίνα… του κανιβαλισμού (Delicatessen, 1991) και λίγο περισσότερα πριν ο Ζενέ, σε σόλο πορεία πια, μεταμορφώσει το Παρίσι σε πόλη της μονίμως «χαμένης» Αμελί Πουλέν.
Όπως και στο Delicatessen, έτσι και στην «Πόλη …» οι Ζενέ – Καρό θέτουν ως διακύβευμα της ταινίας τους κάτι που αξιολογείται ως αδιαπραγμάτευτο και απροσπέλαστο: εκεί ήταν το ανθρώπινο σώμα, εδώ τα, ακόμη πιο ανεπίδεκτα κατάκτησης και υφαρπαγής, παιδικά όνειρα. Τα ορέγεται ένας τρελός επιστήμονας, μια ακραία ιδιοφυία της οποίας αχίλλειος πτέρνα είναι η αδυναμία να ονειρευτεί. Το εύρημα είναι ό,τι πρέπει ώστε «παραμύθι να αρχινήσει», που ναι μεν υπόσχεται εξαρχής το «κι έζησαν κι αυτοί καλά…» του τέλους, αλλά μήπως το ίδιο δεν έκαναν και η «Αλίκη» ή ο «Πινόκιο» πριν μας ξεναγήσουν σε μονοπάτια δύσβατα και υπαινιγμούς παμπόνηρους; Και αν ζητάτε πιο πρόσφατα παραδείγματα, αναρωτηθείτε τι κρύβεται κάτω από το ηθικοπλαστικό άλλοθι του «Ο Τσάρλι και το εργοστάσιο σοκολάτας» του Τιμ Μπάρτον και αν η μικρή πρωταγωνίστρια του «Tideland» είναι κάτι παραπάνω από αλαφροϊσκιωτη νεραϊδούλα. Ύστερα, εάν θέλετε, μπορούμε να μείνουμε στην περίπτωση του Γκίλιαμ και να αναζητήσουμε τι άλλο μοιράζεται με τους Ζενέ – Καρό πέρα από τις αμιγώς αισθητικές συγγένειες (όπως τη μανία με τους παραμορφωτικούς φακούς). Ίσως τη σωφροσύνη να μην αντιμετωπίζουν τα παιδιά ως «χαριτωμένες γλάστρες στον κόσμο των μεγάλων, αλλά ως τα πιο σκληρά πλάσματα του κόσμου» (κλέβω τη φράση από μια κριτική της Γκέλυς για το Tideland στον εβδομαδιαίο «εξώστη», νομίζω πως δε θα μπορούσα να το θέσω καλύτερα).
Πράγματι, στο σύμπαν της «Πόλης των χαμένων παιδιών» μπορούμε να φτάσουμε στην αθωότητα μόνο μέσα από την απόλυτη σκληρότητα – περί της ζεύξης αντιθετικών εννοιών στο φιλμ, προσέξτε ιδιαίτερα τη κραυγή «το μηδέν ισούται με το άπειρο» λίγο πριν το φινάλε. Εξάλλου, παρά το ότι η ταινία φαινομενικά μπορεί να επικοινωνήσει πλήρως με ενήλικους δέκτες, αποτελεί κινηματογράφηση του παιδικού βλέμματος: πάνω και πέρα από ηθικά κατηγορήματα, ο κόσμος των μεγάλων είναι εξολοκλήρου γκροτέσκος, δύσμορφος, εμμονοληπτικός, ένα κουκλοθέατρο που τελικά κινείται υπογείως από παιδικά δάχτυλα. Πλασμένος χωρίς ακρότητες και με μια λογική ενστικτώδους φυσικότητας, ο κόσμος των μικρών ηρώων κατευθύνει τη δράση – ακόμα κι όταν πρόκειται για το ντόμινο καταστροφών που μπορεί να προκαλέσει ένα κοριτσίστικο δάκρυ, ή για… το ρέψιμο ενός μπόμπιρα ως σχόλιο για τα συντρίμμια που αφήνει πίσω του.
Εντελώς ειρωνικά, αυτήν την αντιστροφή (ενήλικες καρικατούρες – νορμάλ παιδιά), που όπως προείπαμε ετοιμάζεται από τον εναρκτήριο εφιάλτη, μπορούμε να την απολαύσουμε καλύτερα ως ενήλικοι. Τα παιδιά μπορεί να μην αναγνωρίσουν συνειδητά το βλέμμα τους στην οθόνη, αλλά μάλλον θα βρουν ένα ζεστό καταφύγιο στο κουκλίστικο – γκόθικ ντεκόρ, στις ανταύγειες του καφέ και του χρυσού που φέγγουν στον ορίζοντα, στη μουσική του Άντζελο Μπανταλαμέντι. Κι αν διαισθανθούν για ποιο λόγο τα όνειρα αποτελούν την ύστατη νησίδα ελευθερίας τους, ίσως κάποτε να κατανοήσουν καλύτερα το φινάλε του “Brazil”.
Διάρκεια: 112:00
Έτος Παραγωγής: 1995
Γλώσσα: Γαλλικά
Υπότιτλοι: gr
Κωδ.Καταχώρησης: Τ093