7 Σαμουράι
Βρισκόμαστε στην Ιαπωνία του 16ου αιώνα και ο αιματηρός εμφύλιος που διαρκεί σχεδόν ενάμισι αιώνα έχει σπρώξει στην απελπισία τους χωρικούς που όπως συμβαίνει παντού και πάντα, είναι αυτοί που κυρίως υπομένουν τα δεινά του πολέμου. Ο θάνατος όμως πολλών daimyo έχει αφήσει πολλούς από τους σαμουράι που τους υπηρετούσαν χωρίς αφέντη είναι δηλαδή ronin και η εγκατάλειψη των χωριών λόγω του πολέμου έχει δώσει χώρο στους ληστές να βρουν και αυτοί με τη σειρά τους εύκολη λεία στους χωρικούς.
Στην φεουδαρχική Ιαπωνία η μίξη των ανθρώπων που ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις είναι αυστηρά απαγορευμένη και η γέννηση κάθε ανθρώπου του υπαγορεύει την πορεία του στη ζωή. Κάθε προσπάθεια απόκλισης από το κοινωνικό πεπρωμένο είναι καταδικασμένη. Ο χωρικός γεννιέται χωρικός για να πεθάνει χωρικός, και σε όλη του τη ζωή θα είναι το πιόνι στη σκακιέρα της εξουσίας που διευθύνεται από την αριστοκρατική τάξη των σαμουράι. Αυτοί έχουν τα όπλα και τη γη, άρα έχουν την απόλυτη εξουσία, η οποία ουσιαστικά τους δίνει και το δικαίωμα ζωής και θανάτου των χωρικών. Οι σαμουράι ωστόσο υπόκεινται και ίδιοι στον εξοντωτικό για το άτομο κοινωνικό κανόνα της τάξης και της συμμετοχής στην ομάδα. Ούτε και αυτοί μπορούν να είναι κάτι άλλο εκτός από πολεμιστές που υπηρετούν με τη σειρά τους έναν αφέντη.
Μετά τους εισαγωγικούς τίτλους υπό τη συνοδεία τυμπάνων (τα taiko της Ιαπωνικής μουσικής παράδοσης), μια υποβλητική μουσική εισαγωγή τριών λεπτών, βλέπουμε μια ομάδα ληστών που καλπάζει προς ένα χωριό. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία σε όλο της το μεγαλείο, με τους καβαλάρηδες σε ένα ξέφρενο καλπασμό, κατάμαυρες φιγούρες κάτω από ένα συννεφιασμένο ουρανό, δίνει την πρώτη αίσθηση της επερχόμενης καταστροφής.
Οι ληστές πλησιάζουν ένα χωριό από ένα ύψωμα, άλλη μια εκπληκτική εικόνα του μεγάλου Kurosawa που δίνει χωρίς λόγια με αυτή τη σκηνή την αίσθηση του εντελώς απροστάτευτου χωριού, και αποφασίζουν πως θα επιστρέψουν να το ληστέψουν όταν η σοδειά έχει φυτρώσει, τώρα δεν έχει τίποτα να τους προσφέρει.
Ένας χωρικός τους ακούει και ειδοποιεί τους συγχωριανούς του. Τότε το δράμα ξεκινά. Πώς θα προστατευτούν από τους ληστές? Μετά τη διαμάχη μεταξύ τους όπου κάποιοι θέλουν να παραδώσουν το χωριό στους ληστές για να σώσουν τις ζωές τους και κάποιοι θέλουν να πεθάνουν γιατί βαρέθηκαν να ζουν στη φτώχια και στη δυστυχία, τελικά επικρατεί η άποψη του γενναιότερου και αποφασίζουν να προσλάβουν σαμουράι να τους προστατέψουν. Και όπως τους προτρέπει ο πατριάρχης του χωριού ‘πεινασμένους σαμουράι’. Η φτώχια και η εξαθλίωση από τον πόλεμο δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των χωρικών.
Έτσι μια ομάδα τεσσάρων χωρικών πηγαίνει στην κοντινή πόλη για να βρει σαμουράι ‘με αμοιβή τρία άθλια γεύματα την ημέρα και την χαρά της μάχης‘ όπως θα πει στη συνέχεια ο αρχηγός τους. Εδώ ξεκινάει το δεύτερο μέρος της ταινίας, που με την μοναδική αφηγηματική ικανότητά του ο Akira Kurosawa μας εισάγει στον κόσμο των σαμουράι. Η διαδικασία επιλογής των κατάλληλων πολεμιστών επαφίεται στον βετεράνο και συμπονετικό αν και ικανότατο σαμουράι Κανμπέι Σιμάντα (Takashi Shimura), που αν και πιστεύει πως χρειάζονται συνολικά επτά για την προστασία του χωριού βρίσκει μόνο άλλους πέντε. Ο έβδομος τελικά θα είναι ένας πρώην χωρικός, ο Κικουτσίγιο (Toshirô Mifune), ο πιο ενδιαφέρων χαρακτήρας της ταινίας.
Στο τρίτο μέρος, το μεγαλύτερο, έχουμε την προετοιμασία και την άμυνα του χωριού από την επίθεση των ληστών. Οι σαμουράι φτάνουν στο χωριό που τους έχουν καλέσει αλλά όλοι είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους και κανείς δεν τους υποδέχεται. Οι χωρικοί έχουν την ανάγκη τους, αλλά δεν τους αγαπούν, απεναντίας τους φοβούνται. Όλα τα κακά προέρχονται από τους σαμουράι. Αυτοί ωστόσο έχουν το καθήκον τους, την προστασία του χωριού. Και σαν σαμουράι θα το πράξουν με οποιοδήποτε κόστος. Η μάχη θα ξεκινήσει και το χωριό θα σωθεί αλλά ποιός είναι ο νικητής και ποιός ο ηττημένος στο τέλος?
Στους Επτά Σαμουράι η κεντρική φιγούρα είναι ο Κικουτσίγιο, ο πρώην χωρικός που θα ήθελε να είναι σαμουράι. Ο Κικουτσίγιο είναι άξεστος, είναι μέθυσος, δεν ξέρει να πολεμά, αλλά κρατάει ένα σπαθί μεγαλύτερο από το μπόι του, γιατί όπως όλοι οι άνθρωποι που θα ήθελαν να ανήκουν κάπου αλλού από εκεί που πραγματικά ανήκουν προσπαθεί και αυτός να καλύψει την απόσταση με εντυπωσιασμό. Όμως ο Κικουτσίγιο μπορεί και στέκεται ανάμεσα στους σαμουράι και στους χωρικούς και έτσι βλέπει τα κακά και των δύο τάξεων. Και τα επισημαίνει σε κάθε ευκαιρία. Ο Toshiro Mifune δίνει έναν εκπληκτικό, μοναδικό Κικουτσίγιο άλλοτε με χιούμορ – άλλωστε ήταν διάσημος για τον αυτοσαρκασμό του – και άλλοτε με μοναδική δύναμη και αγριότητα. Όταν είναι μεθυσμένος, και κανείς δεν μπορεί να ερμηνεύσει καλύτερα έναν μεθυσμένο από τον Mifune – τρικλίζει και παραπατάει επιμένοντας πως είναι γεννημένος σαμουράι, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους πραγματικούς σαμουράι να τον ειρωνευτούν και να τον εξευτελίσουν. Όταν είναι στο χωριό όμως εξευτελίζει ο ίδιος τους ομοίους του χωρικούς που τρέχουν φοβισμένοι να κρυφτούν και τους κατακεραυνώνει για την δειλία τους αλλά και την υποκρισία τους. Γιατί και οι χωρικοί δεν είναι αθώοι. Κρύβουν τρόφιμα, κρύβουν ‘σάκε’ και πάνω απ’ όλα κρύβουν οπλισμό που έχουν αποκτήσει σκοτώνοντας περιπλανώμενους σαμουράι που έτυχαν από τα μέρη τους.
Δεν είναι εύκολο να κατηγορήσεις τους χωρικούς για αυτές τις πράξεις τους. Έχουν υποφέρει τα πάνδεινα και έχουν μάθει στο ψέμα για άμυνα. Ο Κικουτσίγιο όμως είναι πάνω και πέρα από αυτό. Παρά τα όσα έχει περάσει βλέπει τα πράγματα αντικειμενικά και είναι στο βάθος ένας ιδεαλιστής, ένας ρομαντικός που πιστεύει στο δίκιο, την τιμή και το χρέος. Είναι η συνείδησή μας και η υπενθύμισή μας για τον ανθρωπισμό, για την αξία του ανθρώπου ως άτομο και ως μονάδα στην κοινωνία, το μήνυμα του Kurosawa προς όλους μας. Έτσι στο τέλος κατορθώνει και παίρνει τη θέση που του αξίζει: Ένα τάφο δίπλα στους σαμουράι που τον αναγνωρίζουν σαν όμοιό τους, παρά το γεγονός πως δεν γεννήθηκε τέτοιος.
Και αν στον θάνατο οι τάξεις παραμερίζονται, δεν συμβαίνει το ίδιο και στη ζωή. Η αγάπη του νεαρού σαμουράι για την Σίνο, την κόρη ενός χωρικού, δεν μπορεί να έχει αίσιο τέλος γιατί η κοινωνία το απαγορεύει. Και όταν οι τρεις σαμουράι στέκονται περίλυποι μπροστά στους τάφους των τεσσάρων συναδέλφων τους, το χωριό τους γυρίζει την πλάτη και αφού ο κίνδυνος πέρασε επιστρέφουν στη ζωή τους και στις καλλιέργειές τους, δίνοντας σους σωτήρες τους να καταλάβουν πως είναι πλέον ανεπιθύμητοι. Και τότε ο Κάμπει Σιμάντα επιβεβαιώνει την μοίρα των σαμουράι: ‘Πάλι ηττηθήκαμε, το χωριό νίκησε’. Ο Kurosawa παραδέχεται, ίσως με κάποια λύπη είναι η αλήθεια, πως η τάξη των αριστοκρατών δεν έχει μέλλον.
- Οι νικητές είναι νικημένοι – Σκηνή απίστευτης δύναμης με τους εναπομείναντες σαμουράι να κοιτάζουν τη ζωή στο χωριό που συνεχίζεται
Το να πούμε πως Οι Επτά Σαμουράι υπήρξε η ταινία που επηρέασε όσο καμιά άλλη το είδος της περιπέτειας είναι μάλλον περιττό. Οι σκηνές μάχης που κινηματογράφησε έγιναν το πρότυπο για όλες τις κατοπινές ταινίες, αν και καμιά δεν φτάνει το πρωτότυπο. Με ακρίβεια διαβήτη μας περιγράφει τη μάχη του χωριού χωρίς να υπάρχει ούτε δευτερόλεπτο που να χάνουμε τη συνέχεια ή να μην καταλαβαίνουμε που βρίσκεται κάθε στιγμή ο καθένας και τι γίνεται. Σπάνια υπάρχει σκηνή που δεν γίνονται παράλληλα δύο πράγματα αλλά αυτό δεν εμποδίζει καθόλου να παρακολουθούμε την ταινία με άνεση χωρίς να μας δημιουργείται η παραμικρή απορία. Άλλωστε το μεγάλο ταλέντο του Kurosawa ήταν το μοντάζ που το έκανε μόνος του και από μνήμης. Η αφήγηση ρέει σαν κρυστάλλινο νερό, η φωτογραφία είναι μεγαλειώδης και κάθε σκηνή θα μπορούσε άνετα να γίνει wallpaper στον υπολογιστή μας – και ποιά άλλη ταινία μπορεί να παινευτεί για κάτι τέτοιο ?
Ο Akira Kurosawa ήταν διάσημος τελειομανής που πίστευε απόλυτα στο καλό σενάριο. Υποστήριζε πως με ένα καλό σενάριο και ένας μέτριος σκηνοθέτης μπορεί να κάνει μια καλή ταινία. Αλλά όπως έλεγε, ούτε ο καλύτερος σκηνοθέτης δεν μπορεί να κάνει μια καλή ταινία με ένα κακό σενάριο. Για να μπορέσει να βάλει τους ηθοποιούς του στο πνεύμα των ρόλων τους, δημιούργησε για κάθε έναν από τους 7 σαμουράι ένα ολόκληρο οικογενειακό δέντρο και μια βιογραφία, η οποία αν και πουθενά στην ταινία δεν φαίνεται, τους έδωσε το υπόβαθρο για να αναπτύξουν με τον καλύτερο τρόπο τον χαρακτήρα τους. Το ίδιο έκανε και για τους χωρικούς. Κάθε χωρικός που εμφανίζεται είχε την δική του ιστορία γραμμένη από τον Kurosawa, ο οποίος έχει γράψει και σενάριο της ταινίας μαζί με τους συνεργάτες του.
Οι Εφτά Σαμουράι ήταν η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία στην Ιαπωνία και έκανε γνωστό τον Ιαπωνικό κινηματογράφο αλλά και τον Kurosawa στον Δυτικό κόσμο. Ενδιαφέρον έχει πως στο Φεστιβάλ Βενετίας που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1954 πήρε το δεύτερο βραβείο (οι Ιταλοί προτίμησαν να δώσουν το πρώτο στο δικό τους μάλλον αδιάφορο και ξεχασμένο Romeo and Juliet του Renato Castellani), ενώ στα Oscar προτάθηκε για την καλλιτεχνική διεύθυνση και τα κοστούμια, αλλά δεν πήρε κανένα από δύο.
Οι Εφτά Σαμουράι διαρκούν 3 ώρες και 27 λεπτά και είναι η μεγαλύτερη σε μήκος ταινία του Kurosawa. Παρόλα αυτά παρακολουθείται με τέτοια ευκολία που νομίζει κανείς πως περνούν με το ζόρι δύο ώρες.
Διάρκεια: 206:00
Έτος Παραγωγής: 1954
Γλώσσα: Ιαπωνικά
Υπότιτλοι: gr
Κωδ.Καταχώρησης: Τ091