Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ
Οι Έλληνες κινηματογραφόφιλοι γνωρίζουν τον Δυτικογερμανό Σλέντορφ απ’ το θαυμάσιο Ο μαθητής Τέρλες, και τον πεζογράφο Χάινριχ Μπελ (Βραβείο Νόμπελ) από μεταφράσεις έργων του.
Ίσως δε θα μπορούσε να γίνει πιο πετυχημένος συνδυασμός απ’ τον παραπάνω για την απ’ τα μέσα καταγγελία του «γερμανικού θαύματος» και της κληρονομημένης απ: τον Άντενάουερ, και πάντα ισχύουσας αντίληψης περί κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, που ούτε τόσο κοινοβουλευτική ούτε τόσο δημοκρατία είναι — κατά το αμερικανικό πρότυπο. Πρόκειται, μάλλον, για μια παρα-κοινοβουλευτική παραδημοκρατία, στην οποία τον πρώτο λόγο έχει το παρασκήνιο — όπως, άλλωστε, συμβαίνει σχεδόν σ’ όλες τις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, όπου το βήμα της Βουλής μετατρέπεται σ’ ένα είδος σκηνής στην οποία τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά δράματα παίζονται αυστηρά λογοκριμένα απ’ τους ασκούντες την εξουσία.
Ο Χάινριχ Μπελ, ο συγγραφέας της «κακής συνείδησης» των Γερμανών, επιτίθεται εδώ κατά μέτωπον εναντίον αυτής της ψευ-δοδημοκρατίας που κρατάει καλά φυλαγμένο στον σκληρό της πυρήνα το σπόρο τού φασισμού, για να τον αφήσει ενδεχομένως να φυτρώσει εν καιρώ.
Με δραματουργικό πρόσχημα την ανάκριση και την μεθοδική ταπείνωση μιας αθώας, φοβισμένης και μοναχικής νεαρής ζωντοχήρας που εντελώς τυχαία, σ’ ένα αποκριάτικο πάρτι, γνωρίζει και ερωτεύεται ένα ρομαντικό αναρχικό, προφανώς μέλος της ομάδας Μπάαντερ-Μάινχοφ, στυλώνει την «αδιάκριτή» και ερευνητική ματιά του στο πολιτικό παρασκήνιο όπου: α) Δημιουργείται, και μέσω του φασιστικού και ημιφασιστικού Τύπου πλασάρεται η αντικομμουνιστική υστερία, που παίζει ρόλο καπνογόνου προπετάσματος για τις νομότυπες ανομίες της υποκριτικά προσκολλημένης στα κοινοβουλευτικά θέσμια άρχουσας τάξης, β) Κατασκευάζονται «ένοχοι» με άψογα «λογικό» τρόπο και στοιχειοθετούνται «ενοχές» με τεκμήρια εντελώς ασήμαντα, όπως π.χ. μια και μοναδική φράση του Μαρξ που βρίσκεται τυχαία γραμμένη ο’ ένα χαρτάκι, ή ο αριθμός των χιλιομέτρων που γράφει το κοντέρ του αυτοκινήτου και που δεν ανταποκρίνεται στα χιλιόμετρα που λογικά θα ‘πρεπε να κάνει καθημερινά ο ιδιοκτήτης του, και γ) Συγκροτούνται οι δεσμοί εξουσίας (αστυνομίας) και παραεξουσίας (φασιστικού Τύπου), έτσι ώστε ο Τύπος να φαντάζει σαν φορέας της «κοινής γνώμης» και του «κοινού αισθήματος», ενώ δεν είναι παρά εντολοδόχος και εκφραστής μιας πολιτικής αυστηρά ελεγχόμενης και κατευθυνόμενης.
Ωστόσο, ολόκληρος ο καλοστημένος μηχανισμός της χειραγώγησης, και κατά προέκταση της καταπίεσης, όντως μια λογικοφανής και καθόλου λογική κατασκευή, είναι φυσικό να ‘ναι ανισόρροπος: όταν η απάτη επιτελέσει το σκοπό της —στην ταινία, όταν συλληφθεί ο αναρχικός ύστερα από ένα παρακολουθούμενο τηλεφώνημα της ερωτευμένης Καταρίνα Μπλουμ — είναι δυνατόν να δημιουργηθεί μια ρωγμή στην στιλβωμένη επιφάνεια και να γίνει φανερή μια μορφή «αποδεκτής» εκμετάλλευσης. (Στην ταινία, ο βιομήχανος-φίλος με το αζημίωτο της απολιτικής Καταρίνα, αναγκάζεται να πετάξει τη μάσκα τής ευπρέπειας, αφού στη βίλα του κρύβεται ο αναρχικός φίλος τής πληρωμένης φίλης του σερβιτόρας). Όμως, η περίπτωση του θα χαρακτηρισθεί πιθανώς «μεμονωμένη» και η εκμετάλλευση της ανυπεράσπιστης σερβιτόρας «πάθος» — κι όλα θα παν καλά στον καλύτερο των κόσμων!
Μια δεύτερη ρωγμή είναι χώρα πολύ πιο σοβαρή: η απολιτική και περί τα πάντα, εκτός του έρωτα, αδιάφορη Καταρίνα θα γίνει όντως αναρχική: θα εκτελέσει εν ψυχρώ το δημοσιογράφο που διηύθυνε τη λασπολογία σε βάρος της ποντάροντας στη «χαμένη» τιμή της.
Απ’ αυτή την άποψη, η ταινία θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν μελέτη του προτσές τής ριζοσπαστικοποίησης μιας μερίδας της γερμανικής νεολαίας, και του καταπιεστικού μηχανισμού που κάνει αναπόφευκτη αυτή τη ριζοσπαστικοποίηση: Η ψευδοδημοκρατία ενέχει την πιθανότητα μιας διπλής κατάληξης: προς το φασισμό που εμπεριέχεται σ’ αυτήν σαν δυνατότητα ή προς την πλήρη και ριζική της ανατροπή που επίσης εμπεριέχεται σαν δυνατότητα.
Ο θαυμάσιος Σλέντορφ και η άγνωστη μας Φον Τρότα, που μάλλον ήταν βοηθός του με αυξημένες αρμοδιότητες, χειρίζεται αυτό το πολυεπίπεδο θέμα με μια τυπικά γερμανική ψυχραιμία: δεν υπάρχει στην ταινία ίχνος παραχώρησης στο συναισθηματισμό και τη συγκινησιακή ευκολία. Τα σπέρματα του μελοδράματος απαλείφονται προσεχτικά και το φιλμ μοιάζει, τελικά, με ντοκουμέντο περισσότερο παρά με φιλμική κατασκευή (φιξιόν). Σίγουρα αξίζει να δείτε αυτή την τραγωδία σε τόνο ελάσσονα. Όχι μόνο γιατί είναι ένα πάρα πολύ καλό φίλμ αλλά και διότι θα βρείτε πολλά κοινά με τα εδώ κρατούντα.
«Το βήμα» 2-11-1976
Λεξικό Ταινιών
Βασίλης Ραφαηλίδης (Κριτικός κινηματογράφου, μαρξιστής συγγραφέας)
Διάρκεια: 106:00
Έτος Παραγωγής: 1975
Γλώσσα: Ελληνικά
Υπότιτλοι: Όχι
Κωδ.Καταχώρησης: Τ080